- αναθυρώνω
- (Α ἀναθυρῶ, -όω)κάνω στις πέτρες κάθετες συναρμογές, χτίζω έτσι ώστε να συνδέονται τα άκρα τών λίθων μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θυρῶ.ΠΑΡ. (νεο-ελλ.) αναθύρωμα, αναθύρωση(-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθύρωμα — το [αναθυρώνω] το να αναθυρώνει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθυρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γ. Κάβεραου (Αρχαιολογικό Δελτίο) ως απόδοση του γερμ. Anschlussflache πρβλ. και αναθύρωοη] … Dictionary of Greek